- κρατοπλαγής
- κρᾱτο-πλᾰγής, ές,A struck on the head, cj. Lob. for -παγής in Man. 4.284 (-παλής Koechly).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατοπλαγής — κρατοπλαγής, ές (Α) αυτός που χτυπήθηκε στο κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράς, κρατός (ὁ/ἡ) «κεφάλι» + πλαγής (< θ. πλαγ , πρβλ. ἐ πλάγ ην, παθ. αόρ. β τού πλήσσω), πρβλ. εκ πλαγής, κατα πλαγής] … Dictionary of Greek
κρατοπλαγεῖς — κρατοπλαγής struck on the head masc/fem acc pl κρατοπλαγής struck on the head masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)